Η Ελλάδα δεν χρειάζεται µόνον κυβερνητική σταθερότητα, αλλά και πολιτειακή αναβάθµιση, καθώς και νέα φιλοσοφία ζωής για τους Ελληνες. ∆υστυχώς, τα τελευταία 30 χρόνια ένας ολόκληρος κύκλος για τη διεθνή και εθνική πραγµατικότητα δεν πήγε καλά. Ουσιαστικά, ως Ελλάδα και ως Ελληνες αποτύχαµε από την αφετηρία. Και πού ήταν αυτή; Στο τέλος του Ψυχρού Πολέµου και στη Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρώπη.

Οι πολιτικοί λένε πολλά για τις κατακτήσεις µας στις δεκαετίες αυτές. Προβάλλουν, για παράδειγµα, την ένταξη στο ευρωπαϊκό νόµισµα, τις υποδοµές που αποκτήσαµε, διάφορους λαµπερούς σταθµούς στην πορεία, αλλά, ηθεληµένα ή αθέλητα, κρύβουν τη µεγάλη αλήθεια. Οτι τελικά σε αυτόν τον κύκλο της Ιστορίας ηττηθήκαµε. Κρίσιµο ρόλο σε αυτό έπαιξε η εσωστρέφεια. Για παράδειγµα, όταν οι άλλοι συζητούσαν τον µονοπολικό κόσµο, τη νέα ∆ύση και την αναβαθµισµένη δηµοσιονοµική και νοµισµατική Ευρώπη, εµείς ασχολούµασταν κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980 µε τα «Πάµπερς» και τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ, τις µεγάλες δίκες της εποχής, χαµένοι στην πολιτική παρακµή και τον διχασµό για το ποιο κόµµα θα κυβερνήσει και στη βαθιά διαφθορά, που εγγυούνταν τοπικά επιχειρηµατικά συµφέροντα, αµιγώς κερδοσκοπικού χαρακτήρα, διαπλεκόµενα µε την πολιτική και τους µηχανισµούς εξουσίας. Χάσαµε την ευκαιρία να συζητήσουµε ως Ελληνες το πού πήγαινε ο κόσµος, πού θα έπρεπε να κατευθύνουµε τις δικές µας φιλοδοξίες, πώς από το ατοµικό συµφέρον θα πηγαίναµε στο µαζικό, ποιο µοντέλο ανάπτυξης θα ακολουθούσαµε στη νέα, υπό γερµανική ηγεµονία και γαλλική επιτροπεία Ευρώπη, στον πυρήνα της οποίας ήµασταν ενταγµένοι.

Σε αντίθεση µε το βάθος του ελλαδικού πολιτισµού µας, έλειπε το πρακτικό, θετικό πνεύµα. Κυνηγούσαµε ανεµόµυλους ιδεολογικοπολιτικά και χίµαιρες εθνικά. Χαθήκαµε στη µετάφραση τη δεκαετία του 1990, στην κραιπάλη µε δανεικά κεφάλαια στη δεκαετία του 2000 και στη χρεοκοπία και την εµµονική µας κενότητα τη δεκαετία του 2010. Είναι εντυπωσιακό, µεταξύ των άλλων, ότι δεν µπορέσαµε να συγκεντρωθούµε στη διάταξη ενός οικονοµικού µοντέλου βιώσιµου και αναπτυξιακού, προοδευτικού, για τη χώρα. Περιφρονήθηκαν η γεωπολιτική, η ιδεολογία, η στρατηγική των συµµαχιών και των ξένων επενδύσεων και ταυτόχρονα στη χρονική ενότητα του χρηµατιστηριακού καπιταλισµού, όχι στη ∆ύση, αλλά στον κόσµο, είδαµε τον εαυτό µας σαν ένα κοµµάτι της βαλκανικής ενδοχώρας και µόνον. Επίσης, σε µια εποχή που ρόλο έπαιζαν σχεδόν κυριαρχικά οι οικονοµολόγοι και οι τραπεζίτες, το µόνο που εµείς, ως εθνική οντότητα, ως αυτοσκοπό σχεδόν είχαµε ήταν η εµπέδωση ενός τριτογενούς τοµέα, των υπηρεσιών δηλαδή, στη βάση διαπλεκόµενων, ολιγοπωλιακών σχέσεων, σε βάρος κάθε τύπου παραγωγής. Παράλληλα, οι δεσπόζουσες δυνάµεις στη διαµόρφωση της κοινής γνώµης κατήργησαν µε µανία ή µηδενιστική εµµονή κάθε σύνδεσµο µε την παράδοση ή τις παραδοχές της κουλτούρας µας, την εθνική συνείδηση και αυτοαναφορικότητα, την καλλιτεχνία, την ποίηση, το θέατρο, τον πολιτισµό, πέραν µιας αρχαιοελληνικής, trash «Nτίσνεϊλαντ», µε τουρκοµπαρόκ εξάρσεις.

Για κάποιον κάπως κυνικό παρατηρητή ήταν ακόµα ένας κύκλος «χαµένων προσδοκιών» για την Ελλάδα. Σήµερα, πάντως, έχει ήδη ξεκινήσει παγκοσµίως, αλλά και στην Ευρώπη, µια νέα φάση της Ιστορίας. Ορίζοντας αυτή τη φορά το 2050. Προορισµός ένας νέος διπολισµός, µε ισχυρή τη ∆ύση, ή η ήττα της ∆ύσης στην αναδυόµενη Ανατολή µέσα από µια παγκόσµια ολιγαρχία ισχύος υπό την Κίνα. Η εποχή του «τέλους της Ιστορίας» και της «αιώνιας ειρήνης» τελείωσε. Οι στρατηγοί έπιασαν και πάλι δουλειά και οι τραπεζίτες γυρίζουν από την κορυφή του κόσµου στα κάπως γκρίζα γραφεία τους. Η γεωπολιτική καθορίζει τις εξελίξεις και τους οικονοµικούς συσχετισµούς και διεκδικήσεις. Ο δυτικός πολιτισµός προδιαθέτει για µια εµφύλια αντιδικία µεταξύ της woke κουλτούρας, της «πολιτικής ορθότητας», των «#ΜeΤoo», των «ουράνιων τόξων» και των «black lives matter», που συντονίζουν τα πανίσχυρα ιδρύµατα της παγκοσµιοποίησης και µια ελίτ πολυεθνικών, και της επιστροφής των εθνικών κινηµάτων και της αυτοαναφορικότητας της ∆ύσης απέναντι στον ανταγωνισµό των αυταρχικών καθεστώτων της Ανατολής, αλλά και της δύουσας για ακόµα µία φορά στους αιώνες επιχείρησης παγκοσµιοποίησης.

Η Ελλάδα, και αυτό έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, από τα µέσα της προηγούµενης δεκαετίας µάλιστα βρίσκεται σε φάση στρατηγικής συγκρότησης και επανακαθορισµού της γεωπολιτικής της θέσης και δυναµικής. Κινούµενη έξω από την παγίδα της «ουδετερότητας», επενδύει µε σταθερότητα στην προαιώνια θέση της στη ∆ύση σε τρία επίπεδα: στη σταθερή αναβάθµιση και εγγύτητα µε τις ΗΠΑ, στην αναβάθµιση και στην προσαρµογή στα δεδοµένα των «ρετιρέ» της Ευρώπης και, σε κάθε περίπτωση, στη µεσογειακή-ανατολική πολιτική, που συγκλίνει µε τα συµφέροντα και τις χώρες των επονοµαζόµενων «Συµφωνιών του Αβραάµ». Την τελευταία πενταετία, εξάλλου, επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη, η Ελλάδα πετυχαίνει την ανάκαµψη του προφίλ της ως προς τη δηµοσιονοµική της κανονικότητα και την αναπτυξιακή της προοπτική, παρακολουθώντας πλέον µε επάρκεια τους κρίσιµους δείκτες για τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης που συµπίπτουν µε αυτούς των ευρωπαϊκών δοµών. Η συγκεκριµένη περίοδος για την Ελλάδα µαζί µε τον στρατιωτικό και δοµικό επανεξοπλισµό της, µετά την ελλειπτική περίοδο των Μνηµονίων, αποτελεί το «διαβατήριο» για την εξέλιξη στην ιστορική φάση 2020-2050. Παράλληλα, και σε αντίθεση µε τα τέλη της δεκαετίας του 1980, τα πολιτικά κόµµατα, ειδικά αυτά που έχουν σχέση µε τη διακυβέρνηση, αποκτούν κοινή συνισταµένη στη στρατηγική οριοθέτηση της χώρας και παρακολουθούν όλο και λιγότερο τον κώδικα της παλιάς πόλωσης της «καµένης γης».

Οι νεότερες γενιές βλέπουν την πολιτική µακρόθεν και µε βασικό ζητούµενο την αποτελεσµατικότητα και τη συγκρότηση του κράτους, χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος. Τι λείπει και είναι ζητούµενο; Η διατύπωση ενός συνολικού «new deal» για την Ελλάδα. Οι διάφορες «ατζέντες» που παρακολουθούνται είναι αποσπασµατικές. Λείπει το συνολικό όραµα, το οποίο θα συνδέσει την περίοδο διακυβέρνησης Μητσοτάκη, που εξελίσσεται, µε την επόµενη αυτού µακρά περίοδο στη διοίκηση της χώρας, ασχέτως πρωθυπουργών.